- ἀμφανδόν
- ἀμφανδόν, Adv., poet. for ἀναφανδόν, prob. in Pi.P.9.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφανδόν — ἀμφανδὸν επίρρ. (Α) βλ. αμφαδόν … Dictionary of Greek
ἀμφανδόν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφαδόν — ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α) δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ και φαν τού ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ , φαίνω + δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν… … Dictionary of Greek